απορρητος

απορρητος
    ἀπόρρητος
    ἀπό-ρρητος
    2
    1) запрещенный, запретный Soph., Her., Arph., Xen., Plut.
    

ἀπόρρητον μηδὲν ποιεῖσθαι Plat. — ничего не запрещать

    2) не подлежащий огласке, тайный
    

(ῥητὰ καὴ ἀπόρρητα Dem.; πιστεῦσαί τινι λόγον ἀπόρρητον Plut.)

    ἐν ἀπορρήτῳ (ἐν ἀπορρήτοις) Xen., Plat., Arst. и δι΄ ἀπορρήτων Plat. — в тайне

    3) невыразимый, недопустимый, позорный, ужасный
    

(ἀδικίαι Plat.; ἀπόρρητα λέγειν τινά Plut.)

    τὰ ἀπόρρητα Plut. = τὰ αἰδοῖα


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "απορρητος" в других словарях:

  • ἀπόρρητος — forbidden masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόρρητος — η, ο (AM ἀπόρρητος, ον) [ρητός] 1. αυτός που δεν πρέπει ή δεν μπορεί να λεχθεί, απόκρυφος, μυστικός 2. το ουδ. ως ουσ. το απόρρητο το μυστικό που δεν πρέπει να αποκαλυφθεί («επαγγελματικό, υπηρεσιακό απόρρητο») για κρατικούς λειτουργούς,… …   Dictionary of Greek

  • απόρρητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν ανακοινώνεται, μυστικός, κρυφός: Η έκθεση του ανακριτή δε δημοσιεύτηκε, γιατί ήταν απόρρητη. Το ουδ. ως ουσ., το απόρρητο το μυστικό: Στις δημοκρατικές χώρες υπάρχει το λεγόμενο «απόρρητο της αλληλογραφίας» (δηλ. δεν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπορρητότερον — ἀπόρρητος forbidden adverbial comp ἀπόρρητος forbidden masc acc comp sg ἀπόρρητος forbidden neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορρητοτέρων — ἀπόρρητος forbidden fem gen comp pl ἀπόρρητος forbidden masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορρητότατα — ἀπόρρητος forbidden adverbial superl ἀπόρρητος forbidden neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορρητότατον — ἀπόρρητος forbidden masc acc superl sg ἀπόρρητος forbidden neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορρήτω — ἀπόρρητος forbidden masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀπόρρητος forbidden masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀπορρέω Cat. Cod.Astr. pres imperat act 3rd sg (doric aeolic) ἀπορρέω Cat. Cod.Astr. pres imperat act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορρήτως — ἀπόρρητος forbidden adverbial ἀπόρρητος forbidden masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόρρητον — ἀπόρρητος forbidden masc/fem acc sg ἀπόρρητος forbidden neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορρητοτέροις — ἀπόρρητος forbidden masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»